ανυτικος

ανυτικος
    ἀνυτικός
    ἀνῠτικός
    3
    Xen., Arst., Sext. = ἀνυστός См. ανυστος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανυτικος" в других словарях:

  • ανυτικός — ἀνυτικός, ή, όν (Α) 1. ανυστικός* 2. ορμητικός, ταχύς …   Dictionary of Greek

  • ἀνυτικώτερον — ἀνυτικός effective adverbial comp ἀνυτικός effective masc acc comp sg ἀνυτικός effective neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυτικόν — ἀνυτικός effective masc acc sg ἀνυτικός effective neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυτικώτατα — ἀνυτικός effective adverbial superl ἀνυτικός effective neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυτικώτατον — ἀνυτικός effective masc acc superl sg ἀνυτικός effective neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυτικούς — ἀνυτικός effective masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυτικωτάτην — ἀνυτικός effective fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυτικωτάτους — ἀνυτικός effective masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυτική — ἀνυτικός effective fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυτικῶς — ἀνυτικός effective adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυτικώτερος — ἀνυτικός effective masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»